- κριθομαντεία
- Η αποκάλυψη των μελλούμενων, κατά την αρχαιότητα, μέσω της παρατήρησης κόκκων κριθαριού, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στις θυσίες και θεωρούσαν ιερούς, όπως επίσης καθετί που ερχόταν σε επαφή με τον βωμό.
* * *και κριθαρομαντεία, η (Α κριθομαντεία, ή, και κριθομαντεῑα τὰ)είδος τεχνητής μαντείας με κόκκους κριθαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ορθότ. κριθομαντία, παρασύνθετο τού κριθόμαντις*].
Dictionary of Greek. 2013.